- άμπουλα
- (Μ ἄμπουλα)1. γυάλινη φιάλη για υγρά2. πυώδες εξάνθημα3. ασκός από δέρμαμσν.σκεύος για τη φύλαξη υγρών με δύο λαβές και διογκωμένο στη μέση, φλασκί, φιάλη, αγγείο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. ἄμπουλα (6ος μ. Χ. αιώνας) είναι το λατ. ampulla (< *amporlā), υποκοριστικό τού λατ. amp(h)ora. που αποτελεί δάνειο τής Λατινικής από το ελλην. διαλεκτικό ἀμφορᾱ(ν) (< αιτ. ἀμφορέα)μαρτυρείται επίσης αρχ. ἄμπυλλα (2ος / 3ος μ. Χ. αιώνας) και υποκορ. ἀμπούλλιον (2ος μ. Χ. αιώνας). Η λ. έχει περάσει και στην ξένη ορολογία (αγγλ. ampulla, γαλλ. ampoule, ιταλ. ampolla). Το νεοελλ. άμπουλα προέρχεται είτε από το μσν. ἄμπουλα είτε, κατ' άλλη άποψη, από το ιταλ. ampolla].
Dictionary of Greek. 2013.