άμπουλα

άμπουλα
(Μ ἄμπουλα)
1. γυάλινη φιάλη για υγρά
2. πυώδες εξάνθημα
3. ασκός από δέρμα
μσν.
σκεύος για τη φύλαξη υγρών με δύο λαβές και διογκωμένο στη μέση, φλασκί, φιάλη, αγγείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. ἄμπουλα (6ος μ. Χ. αιώνας) είναι το λατ. ampulla (< *amporlā), υποκοριστικό τού λατ. amp(h)ora. που αποτελεί δάνειο τής Λατινικής από το ελλην. διαλεκτικό ἀμφορᾱ(ν) (< αιτ. ἀμφορέα)
μαρτυρείται επίσης αρχ. ἄμπυλλα (2ος / 3ος μ. Χ. αιώνας) και υποκορ. ἀμπούλλιον (2ος μ. Χ. αιώνας). Η λ. έχει περάσει και στην ξένη ορολογία (αγγλ. ampulla, γαλλ. ampoule, ιταλ. ampolla). Το νεοελλ. άμπουλα προέρχεται είτε από το μσν. ἄμπουλα είτε, κατ' άλλη άποψη, από το ιταλ. ampolla].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμπούλα — η (λ. γαλλ.), γυάλινη φύσιγγα με φάρμακο που λαμβάνεται με ένεση: Η μια αμπούλα είχε το φάρμακο και η άλλη το αποστειρωμένο νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπούλα — η 1. γυάλινο φιαλίδιο που χρησιμεύει στη συντήρηση αποστειρωμένων υγρών φαρμάκων, που προορίζονται για ενέσεις 2. οποιοδήποτε γυάλινο φιαλίδιο με υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ampoule] …   Dictionary of Greek

  • Αβλονί, Αμπουλά — (1878 – 1934).Ουζμπέκος ποιητής από την Τασκένδη. Σπούδασε στον Μεντρεσέ (μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο) της Τασκένδης. Στην προεπαναστατική περίοδο προσπάθησε με το έργο του να μορφώσει τους συμπατριώτες του. Για τον ίδιο σκοπό εξέδωσε το 1907… …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • θερμιονική λυχνία — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται ηλεκτρονικές διατάξεις που χρησιμοποιούνται ως ανορθώτριες, φωράτριες, ταλαντώτριες και ενισχύτριες ηλεκτρικών ρευμάτων. Η λειτουργία της θ.λ. βασίζεται στο θερμιονικό φαινόμενο (βλ. λ. θερμοηλεκτρονικό ή… …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο, φωτοηλεκτρικό — Όργανο βασιζόμενο στην ιδιότητα που έχουν κάποια μέταλλα να εκπέμπουν ηλεκτρόνια (φωτοηλεκτρισμός), όταν δέχονται κατάλληλη ηλεκτρομαγνητική (φωτεινή) ακτινοβολία. Τα φ.κ. κενού αποτελούνται από μια γυάλινη αμπούλα, στην οποία έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”